- δυσθύμει
- δυσθύ̱μει , δυσθυμέωto be melancholypres imperat act 2nd sg (attic epic)δυσθύ̱μει , δυσθυμέωto be melancholyimperf ind act 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δυσθυμεῖ — δυσθῡμεῖ , δυσθυμέω to be melancholy pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) δυσθῡμεῖ , δυσθυμέω to be melancholy pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αβαρυγγώμιστος — και αβαργώμιστος, η, ο 1. αυτός που δεν βαρυγγωμά, δεν βαρυθυμεί, δεν δυσθυμεί 2. αυτός που δεν πέρασε στη ζωή του λύπες. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + βαρυγγωμίζω, βλ. βαρυγγωμώ. Ο τ. αβαργώμιστος < αβαρυγγώμιστος, με συγκοπή τού υ] … Dictionary of Greek